- συρτός
- Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων σ. διαφέρουν μεταξύ τους. Υπάρχει σ. στα δύο και στα τρία βήματα καθώς και σ. καλαματιανός. Ο ρυθμός του σ. είναι 2/4 ή 4/4 και στους καλαματιανούς 7/8. Τα βασικά βήματα του πανελλήνιου σ. είναι 6 και 6 βήματα στις παραλλαγές.
Στην Κρήτη χορεύεται ο χανιώτικος σ., που έχει 11 βήματα που χορεύονται σε 12 χρόνους. Άλλοι σ. της Κρήτης είναι ο ηρακλειώτικος ή μαλεβυζιανός ή καστρινός (καστρινές όρτσες), ο απανωμερίτης κ.ά. Στη Χίο χορεύεται ο σ. μαστίχα, υπάρχουν όμως και πολλοί τοπικοί: πυργούτσικος, βολισσιώτικος κ.ά. Στην Κεφαλονιά χορεύεται ο σ. με δύο πάσσα (βήματα) κ.ά., στη Ζάκυνθο ο ζακυνθινός, ο σταυρωτός κ.ά., στην Κέρκυρα ο κερκυραϊκός, στη Λευκάδα ο λευκαδίτικος, στα νησιά του Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο ο συλιβριανός. Υπάρχουν ακόμα ο σ. της Ρόδου, της Σαλαμίνας, της Θράκης και πολλοί άλλοι.
* * *(I)-ή, -ό / συρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σουρτός, -ή, -ό, Ν [σύρω]1. αυτός που σύρεται καταγής, αυτός που κατά κάποιο τρόπο μετακινείται έρποντας (α. «συρτό δίχτυ» β. «συρτὸν ζῷον» — η έχιδνα, Κυραν.)2. το αρσ. ως ουσ. βλ. συρτός (II)3. το θηλ. ως ουσ. βλ. συρτήνεοελλ.φρ. «συρτή φωνή» — η φωνή με την οποία παρατείνεται η προφορά των λέξεωναρχ.1. (για μέταλλα) αυτός που παρασύρεται από ποταμό («τὸ δὲ πεδίον θείου πλῆρές ἐστι συρτοῡ», Στράβ.)2. φρ. «συρτὸς χιτών» — θεατρική εσθήτα με μακριά ουρά.————————(II)ο, ΝΑείδος κυκλικού αλυσιδωτού χορού που χορευόταν στην αρχαιότητα και χορεύεται και σήμερα σε διάφορες παραλλαγές (α. «χόρεψαν συρτό και τσάμικο με εθνικές ενδυμασίες» β. «τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσαν», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ρηματ. επιθ. συρτός (χορός) τού ρ. σύρω. Η λ. απαντά και στην αρχ. Ελληνική με τη σημ. αυτή σε έναν τ. σιρτῶν τής γεν. πληθ., ο οποίος μπορεί να προέρχεται είτε από λ. σύρτης είτε από λ. συρτός].
Dictionary of Greek. 2013.